- παρεικάζειν
- παρεικάζωlikenpres inf act (attic epic)παρεικάζωlikenpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεικάζ — ΜΑ 1. παραβάλλω, συγκρίνω, παραλληλίζω 2. καθιστώ, κάνω όμοιο κάτι με κάτι άλλο («νεφέλην τῇ Ἥρα παρεικάζειν», Σχόλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰκάζω «παρομοιάζω, συγκρίνω, γίνομαι όμοιος»] … Dictionary of Greek